- κλειστογαμία
- ηβοτ. αυτογονιμοποίηση ερμαφρόδιτων ανθέων τα οποία παραμένουν διαρκώς κλειστά, το φαινόμενο τής αυτεπικονίασης και γονιμοποίησης που παρατηρείται σε ένα άνθος το οποίο δεν ανοίγει και κατά συνέπεια δεν εκθέτει τα αναπαραγωγικά όργανα εμποδίζοντας τη σταυρεπικονίαση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cleistogamy < cleisto- (πρβλ. κλειστός) + -gamy (πρβλ. -γαμία -γαμῶ < -γαμος < γάμος)].
Dictionary of Greek. 2013.